- οἰκειοπραγίᾳ
- οἰκειοπραγίαι , οἰκειοπραγίαminding one's own affairsfem nom/voc plοἰκειοπραγίᾱͅ , οἰκειοπραγίαminding one's own affairsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκειοπραγία — οἰκειοπραγίᾱ , οἰκειοπραγία minding one s own affairs fem nom/voc/acc dual οἰκειοπραγίᾱ , οἰκειοπραγία minding one s own affairs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικειοπραγία — οἰκειοπραγία, ἡ (Α) [οικειοπρανώ] μέριμνα, φροντίδα που επιδεικνύει κάποιος για τα οικεία πράγματα, για τις υποθέσεις που τόν αφορούν … Dictionary of Greek
οἰκειοπραγίαν — οἰκειοπραγίᾱν , οἰκειοπραγία minding one s own affairs fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)